- εκτονωτικός
- rahatlatıcı, hafifletici
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
εκτονωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτόνωση 2. το ουδ. ως ουσ. το εκτονωτικό ο εκτονωτής … Dictionary of Greek
εκτονωτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτόνωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)